- ευεκτικός
- εὐεκτικός, -ή, -όν (Α) [ευέκτης]1. (κυρίως για σώματα) αυτός που έχει καλή υγεία, ο υγιής, ο εύρωστος2. αυτός που συντελεί στην ευεξία, ο υγιεινός, ο ωφέλιμος3. ο δεκτικός νέων ιδεών και αντιλήψεων.επίρρ...εὐεκτικῶς (ΑΜ)με καλή υγιεία, με ευρωστία.
Dictionary of Greek. 2013.